κεκωλυμένων

κεκωλυμένων
κεκωλῡμένων , κωλύω
hinder
perf part mp fem gen pl
κεκωλῡμένων , κωλύω
hinder
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ξανθηνός, Μανουήλ-Μάξιμος — Ιεροδιάκονος και μέγας χαρτοφύλακας της Μεγάλης Εκκλησίας. Έζησε στις αρχές του 16ου αι. Καταγόταν από την Ξάνθη και ανήκε στον έγγαμο κλήρο. Λέγεται ότι στο τέλος του βίου του έγινε μοναχός και τότε ονομάστηκε Μάξιμος. Έγραψε Έκθεσι περί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”